- φυλογένεια
- η1. η γένεση και η ύπαρξη των φύλων (αρσενικού και θηλυκού).2. οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το καθένα από τα δύο φύλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλογένεια — η, Ν η γένεση και η ύπαρξη τού αρσενικού και τού θηλυκού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek